πόρισμα

πόρισμα

πόρισμα, τό, das Herbeigeschaffte, Erworbene, bes. erlangter Vortheil, Gewinn, Sp. – Bei den Mathematikern ein aus dem Beweise abgeleiteter oder von selbst daraus folgender Satz, Zusatz. Auch = πρόβλημα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόρισμα — deduction from a previous demonstration neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρισμα — το, ατος 1. καθετί που πορίζεται, βγάζει, αποκομίζει κανείς από έρευνα ή μελέτη: Πόρισμα της ανάκρισης. 2. (μαθ.), πρόταση που η αλήθεια της είναι φανερή μετά την απόδειξη άλλης πρότασης (θεωρήματος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόρισμα — το, ΝΜΑ [πορίζω] 1. καθετί που εξάγεται από μελέτη ή έρευνα, συμπέρασμα («τα πορίσματα τής αστρονομίας») 2. μαθημ. πρόταση που προκύπτει κατά απλό ή προφανή τρόπο από άλλη ή άλλες προηγούμενες προτάσεις αρχ. είδος μαθηματικής πρότασης μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • πορισμάτων — πόρισμα deduction from a previous demonstration neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορίσμασιν — πόρισμα deduction from a previous demonstration neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορίσματα — πόρισμα deduction from a previous demonstration neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορίσματι — πόρισμα deduction from a previous demonstration neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορίσματος — πόρισμα deduction from a previous demonstration neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • συμπέρασμα — το, ΝΜΑ [συμπεραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπεραίνω, η κατά αναγκαίο τρόπο συναγόμενη από δύο προκείμενες προτάσεις κρίση (α. «το συμπέρασμα συνάγεται εύκολα» β. «τὸν αὐτὸν τρόπον δειχθήσεται διὰ τῆς ἀντιστροφῆς, ὅτι τὸ συμπέρασμα… …   Dictionary of Greek

  • αποτέλεσμα — το (AM ἀποτέλεσμα) [αποτελώ] 1. η έκβαση, το τέλος μιας πράξης 2. το προϊόν μιας αιτίας, επακολούθημα αρχ. 1. αποτελείωση, συμπλήρωση 2. γεγονός, συμβάν 3. συμπέρασμα, πόρισμα 4. αστρολ. η επίδραση ορισμένων θέσεων των άστρων στην ανθρώπινη τύχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”