- δύς-τομος
δύς-τομος, schwer zu zerschneiden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύς-τομος, schwer zu zerschneiden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύστομος — (I) δύστομος, ον (Α) (για ίππο) αυτός που έχει ατιθάσευτο στόμα, απείθαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δυς* + στόμα]. (II) δύστομος, ον (Α) αυτός που κόβεται δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δυς* + τομος < τέμνω] … Dictionary of Greek