- δύς-τροπος
δύς-τροπος, schwer zu wenden, unbiegsam, starrsinnig; Eur. Hipp. 163; καὶ δύςκολος Dem. 6, 30 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύς-τροπος, schwer zu wenden, unbiegsam, starrsinnig; Eur. Hipp. 163; καὶ δύςκολος Dem. 6, 30 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.