- δύρομαι
δύρομαι, s. ὀδύρομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύρομαι, s. ὀδύρομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύρομαι — δύ̱ρομαι , ὀδύρομαι lament aor subj mid 1st sg (epic) δύ̱ρομαι , ὀδύρομαι lament pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδύρομαι — (ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι) κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω μσν. αρχ. πενθώ («ἵνα μηκέτ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< *ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα *ed… … Dictionary of Greek