- δόκος
δόκος, ὁ, = δόκησις, Xenophan. bei Sext. Emp. adv. math. 7, 110; Callim. frg. 100. Nach Cram. An. 1 p. 223 wäre umgekehrt dies δοκός u. das vorige δόκος zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δόκος, ὁ, = δόκησις, Xenophan. bei Sext. Emp. adv. math. 7, 110; Callim. frg. 100. Nach Cram. An. 1 p. 223 wäre umgekehrt dies δοκός u. das vorige δόκος zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοκός — bearing beam masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής … Dictionary of Greek
δόκω — δόκος masc nom/voc/acc dual δόκος masc gen sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκόω furnish with rafters imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκοί — δοκός bearing beam masc/fem nom/voc pl δοκόω furnish with rafters pres subj mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres ind mp 2nd sg δοκόω furnish with rafters pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκούς — δοκός bearing beam masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκον — δόκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκῳ — δόκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek