Δόκιμος — acceptable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκιμος — acceptable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόκιμος — η, ο (AM δόκιμος, ον) εκείνος τού οποίου η αξία ή η ικανότητα έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («δόκιμος πολιτικός, ποιητής, πολεμιστής κ.λπ.») μσν. νεοελλ. 1. αυτός που διέρχεται το στάδιο τής προπαρασκευής και τής δοκιμασίας,… … Dictionary of Greek
δόκιμος — η, ο 1. αυτός που κρίνεται ικανός και άξιος ύστερα από δοκιμή: Πάντα τον ψηφίζουν, γιατί είναι δόκιμος πολιτικός. 2. αυτός που βρίσκεται υπό δοκιμασία, ο μαθητευόμενος: Δόκιμος καλόγερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοκιμώτερον — δόκιμος acceptable masc acc comp sg δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc comp sg δόκιμος acceptable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμωτάτων — δόκιμος acceptable fem gen superl pl δόκιμος acceptable masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμωτέρων — δόκιμος acceptable fem gen comp pl δόκιμος acceptable masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμώτατα — δόκιμος acceptable adverbial superl δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμώτατον — δόκιμος acceptable masc acc superl sg δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δοκίμω — Δόκιμος acceptable masc nom/voc/acc dual Δόκιμος acceptable masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίμω — δόκιμος acceptable masc/fem/neut nom/voc/acc dual δόκιμος acceptable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δοκιμόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκιμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)