δόκιμος

δόκιμος

δόκιμος, ον, annehmlich, was wie gute Münze angenommen wird; ἀργύριον Poll. 3, 86; Luc. Hermot. 68; übh. = erprobt, bewährt, tadellos; ὕμνος Pind. N. 3, 11; δοκιμώτατος Ελλάδι Eur. Suppl. 277; vgl. Aesch. Pers. 87. wo es dann in die Bdtg »angesehen« übergeht; Λυκοῠργος τῶν Σπαρτιητέων δόκιμος ἀνήρ Her. 1, 65; ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. 3, 143; auch von Flüssen, ansehnlich, 7, 129; δόκιμοι ἄνδρες Plat. Rep. X, 618 a; u. so Sp., N. T. – Adv., καλὸς κἀγαϑὸς δοκίμως γενέσϑαι, bewährt, Xen. Cyr. 1, 6, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Δόκιμος — acceptable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόκιμος — acceptable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόκιμος — η, ο (AM δόκιμος, ον) εκείνος τού οποίου η αξία ή η ικανότητα έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («δόκιμος πολιτικός, ποιητής, πολεμιστής κ.λπ.») μσν. νεοελλ. 1. αυτός που διέρχεται το στάδιο τής προπαρασκευής και τής δοκιμασίας,… …   Dictionary of Greek

  • δόκιμος — η, ο 1. αυτός που κρίνεται ικανός και άξιος ύστερα από δοκιμή: Πάντα τον ψηφίζουν, γιατί είναι δόκιμος πολιτικός. 2. αυτός που βρίσκεται υπό δοκιμασία, ο μαθητευόμενος: Δόκιμος καλόγερος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοκιμώτερον — δόκιμος acceptable masc acc comp sg δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc comp sg δόκιμος acceptable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμωτάτων — δόκιμος acceptable fem gen superl pl δόκιμος acceptable masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμωτέρων — δόκιμος acceptable fem gen comp pl δόκιμος acceptable masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμώτατα — δόκιμος acceptable adverbial superl δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμώτατον — δόκιμος acceptable masc acc superl sg δόκιμος acceptable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δοκίμω — Δόκιμος acceptable masc nom/voc/acc dual Δόκιμος acceptable masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίμω — δόκιμος acceptable masc/fem/neut nom/voc/acc dual δόκιμος acceptable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δοκιμόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δοκιμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”