- δότειρα
δότειρα, ἡ, die Geberin; Hes. O. 354; Pind. frg. 228; sp. D., wie Man. 2, 447.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δότειρα, ἡ, die Geberin; Hes. O. 354; Pind. frg. 228; sp. D., wie Man. 2, 447.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δότειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δότειραν — δότειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοδότειρα — ἡ, Α αυτή που παρέχει χαρά, που δίνει ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + δότειρα, σπάνιος τ. θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ὀλβο δότειρα, ὑπνο δότειρα] … Dictionary of Greek
παντοδότειρα — η, ΝΑ (για γη) αυτή που παρέχει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (πρβλ. ολβο δότειρα)] … Dictionary of Greek
υμνοδότειρα — ἡ, Α αυτή που δίνει τους ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + δότειρα (πρβλ. ζωο δότειρα)] … Dictionary of Greek
αινοδότειρα — αἰνοδότειρα (Α) αυτή που δίνει συμφορές (λέγεται στον πληθ. για τις Ερινύες). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + δότειρα θηλ. τής λ. δοτὴρ < δίδωμι] … Dictionary of Greek
βαρυδότειρα — βαρυδότειρα, η (Α) φρ. «βαρυδότειρα Μοῑρα» η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + δότειρα, θηλ. του δοτήρ < δίδωμι] … Dictionary of Greek
δοτήρ — και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM) ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός ο θεός) αρχ. α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» βέλη που έφερναν… … Dictionary of Greek
ηγήτειρα — ἡγήτειρα, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγητήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγητήρ (πρβλ. δοτήρ > δότειρα, μνηστήρ > μνήστειρα)] … Dictionary of Greek
ορθοδότειρα — ὀρθοδότειρα, ἡ (Α) φρ. «ὀρθοδότειρα διανοίης» αυτή που παρέχει ορθή κρίση, που δίνει ορθή διάνοια, ορθή σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι)] … Dictionary of Greek
ρύπτειρα — ἡ, Α ουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό από ρύπους («ῥύπτειρα κονίη», Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *ῥυπτήρ (< ῥύπος + επίθημα τήρ / τειρα), πρβλ. δοτήρ: δότειρα] … Dictionary of Greek