βαϊνός, von Palmenzweigen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάινος — βάινος, η, ον (Μ), βαϊνός, ής, όν (Α) [βάις] αυτός που είναι φτιαγμένος από κλαδιά φοίνικα … Dictionary of Greek
βαινός — of palm leaves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)