- πόπαξ
πόπαξ, ein Ausruf staunendes Unwillens, ἰοὺ ἰοὺ πόπαξ, Aesch. Eum. 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόπαξ, ein Ausruf staunendes Unwillens, ἰοὺ ἰοὺ πόπαξ, Aesch. Eum. 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόπαξ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόπαξ — Α επιφών. αποστροφής, πόνου ή δυσαρέσκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πόποι] … Dictionary of Greek
πόποι — Α 1. επιφών. σχετλιασμού, αγωνίας, έκπληξης ή πόνου 2. (ως ουσ. πληθ.) οἱ πόποι οι θεοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πόποι, πόπαξ είναι προϊόντα ονοματοποιίας (πρβλ. βαβαί, παπαῖ). Η ερμηνεία «ω, θεοί» που έχει δοθεί στη φρ. ὤ πόποι προέρχεται πιθ. από κάποια … Dictionary of Greek