- δω-δεκα-ήμερος
δω-δεκα-ήμερος, zwölftägig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δω-δεκα-ήμερος, zwölftägig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκαήμερος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί δέκα μέρες 2. το ουδ. ως ουσ. χρονικό διάστημα δέκα ημερών 3. το ουδ. ως ουσ. Το Δεκαήμερον τίτλος έργου του Βοκκάκιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ημερος < ημέρα. Το ουδ. δεκαήμερον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek