- δω-δεκά-δραχμος
δω-δεκά-δραχμος, zwölf Drachmen werth, οἶνος Dem. 42, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δω-δεκά-δραχμος, zwölf Drachmen werth, οἶνος Dem. 42, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοντάδραχμος — η, ο / πεντηκοντάδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει αξία ίση με πενήντα δραχμές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκοντάδραχμο χάρτινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών, το πενηντάρικο αρχ. το ουδ. ως ουσ. χρυσό νόμισμα ονομαστικής αξίας πενήντα … Dictionary of Greek