- δω-δεκά-ωρος
δω-δεκά-ωρος, zwölfstündig; Sext. Emp. adv. math. 10, 182; τό, eine Zeit von zwölf Stunden, Schol. Ap. Rh. 4. 961.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δω-δεκά-ωρος, zwölfstündig; Sext. Emp. adv. math. 10, 182; τό, eine Zeit von zwölf Stunden, Schol. Ap. Rh. 4. 961.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek