- δω-δεκά-φῡλος
δω-δεκά-φῡλος, von zwölf Stämmen; Or. Sib.; τὸ δ., die zwölf Stämme, N. T., K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δω-δεκά-φῡλος, von zwölf Stämmen; Or. Sib.; τὸ δ., die zwölf Stämme, N. T., K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετράφυλος — ον, Α ο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ. β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φυλος… … Dictionary of Greek