- δω-δεκα-μναῖος
δω-δεκα-μναῖος, zwölf Minen werth, od. δωδεκαμναιαῖος, s. Lob. zu Phryn. 554.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δω-δεκα-μναῖος, zwölf Minen werth, od. δωδεκαμναιαῖος, s. Lob. zu Phryn. 554.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πενταμναίος — και πεντάμναος, ον, αρσ. και πεντάμνεως, ουδ. και πεντάμναιον, Α 1. ο πεντάμνους* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταμναῑον ή πεντάμναιον μέτρο ή ποσό πέντε μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. δεκα μναίος] … Dictionary of Greek
δεκαμναίος — δεκαμναίος, α, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μναίος < μνα «ποσό εκατό δραχμών»] … Dictionary of Greek