δω-δεκα-ετής

δω-δεκα-ετής

δω-δεκα-ετής, ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. δωδεκέτης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοετής — ές (Α ἰσοετής, ές) ομήλικος, ίσος στα χρόνια νεοελλ. βοτ. το ουδ. ως ουσ. το ισοετές γένος φυτών τής τάξης ισοετώδη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοετές το φυτό αείζωον το μικρόν που ταυτίζεται με το σημερ. είδος Sempervivo tectorum. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • δεκαετής — ής, ές (AM δεκαετής και δεκαέτης, θηλ. δεκαετής και δεκαέτις, ουδ. δεκαετές και δεκάετες) 1. ηλικίας δέκα ετών 2. διάρκειας δέκα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετης < έτος] …   Dictionary of Greek

  • τετρακαιδεκαέτης — άετες και δ. γρφ. αρσ. τετρακαιδεκέτης, θηλ. τετρακαιδεκέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια δεκατεσσάρων ετών 2. αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών («ἀδελφὴν... κόρην τετρακαιδεκέτιν... κατέθαψα», Ισοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + καί + δέκα… …   Dictionary of Greek

  • δεκέτης — δεκέτης, ο (θηλ. δεκέτις, η) (Α) ο δεκαετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετης < έτος (πρβλ. τριετής)] …   Dictionary of Greek

  • πενταδεκαέτης — ὁ, Μ πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δέκα + έτης (< ἔτος)] …   Dictionary of Greek

  • πεντεδεκαετής — ές, Α πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε + δέκα + ετής (< ἔτος)] …   Dictionary of Greek

  • τοσαετής — ές, Μ αυτός που διαρκεί τόσα έτη («τὸν τοσαετῆ πόλεμον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + ετής (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”