δω-δεκα-φόρος

δω-δεκα-φόρος

δω-δεκα-φόρος, zwölfmal im Jahre tragend, Luc. V. Hist. 2, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • μετοίκιον — μετοίκιον, τὸ (ΑΜ) [μέτοικος] μσν. εγκατάσταση στο εξωτερικό, αποικισμός αρχ. 1. ετήσιος φόρος δώδεκα δραχμών που καταβαλλόταν από τους μετοίκους οι οποίοι κατοικούσαν στην Αθήνα 2. φόρος τον οποίο πλήρωναν οι απελεύθεροι 3. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • δεκατιά — η (Μ δεκατία) [δεκάτη] ο φόρος τής δεκάτης, η δεκάτη νεοελλ. 1. ο αποδεκατισμός 2. διπλό φασκέλωμα, μούτζες και με τα δέκα δάχτυλα μσν. 1. η προσφορά στον Θεό τού ενός δεκάτου τής παραγωγής 2. παραχώρηση σε άρχοντα, καταβολή ως φόρου ή πληρωμής… …   Dictionary of Greek

  • δεκατισμός — ο (AM δεκατισμός) ο φόρος τής δεκάτης μσν. νεοελλ. το ένα δέκατο τής σοδειάς αρχ. ο σχηματισμός δεκανίας, στρατιωτικής ομάδας από δέκα άντρες …   Dictionary of Greek

  • λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …   Dictionary of Greek

  • μυριοφόρος — μυριοφόρος, ον (Α) (για εμπορικό πλοίο μεγάλης χωρητικότητας) αυτός που χωρά φορτίο δέκα χιλιάδων μετρικών μονάδων («προσαγαγόντες... ναῡν μυριοφόρον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”