- δωματῖτις
δωματῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum vorigen, ἑστία Aesch. Ag. 942.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωματῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum vorigen, ἑστία Aesch. Ag. 942.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωματῖτιν — δωματῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)