δωτίνη — δωτίνη, η (Α) δώρο, δωρεά … Dictionary of Greek
δωτίνη — δωτί̱νη , δωτίνη gift fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτῖναι — δωτίνη gift fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτίνας — δωτί̱νᾱς , δωτίνη gift fem acc pl δωτί̱νᾱς , δωτίνη gift fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτύς — δωτύς, η (Α) η δωτίνη … Dictionary of Greek
δώτις — δῶτις, η (Α) η δωτίνη … Dictionary of Greek
ημίνα — ἡμίνα, ἡ (Α) 1. μισή 2. (μέτρο στη Σικελία) μισός εκτεύς*, κοτύλη* 3. φρ. «ἡμίνα βασιλική» ημικοτύλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + κατάλ. ινα, με το ι προφανώς μακρό (πρβλ. δωτίνη < δως)] … Dictionary of Greek
δωτίναις — δωτί̱ναις , δωτίνη gift fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτίναν — δωτί̱νᾱν , δωτίνη gift fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτίνηισι — δωτί̱νῃσι , δωτίνη gift fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωτίνηισιν — δωτί̱νῃσιν , δωτίνη gift fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)