- πωλο-μάχος
πωλο-μάχος, zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωλο-μάχος, zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωλομάχος — ον, Α αυτός που μάχεται πάνω σε πώλο ή σε άλογο ή σε άρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ίππο μάχος] … Dictionary of Greek