- δωσί-δικος
δωσί-δικος, sich der Gerechtigkeit übergebend, dem Rechte sich unterwerfend, im Ggstz der Selbsthülfe, Her. 6, 42, wo der Ggstz μὴ ἀλλήλους φέρειν καὶ ἄγειν; Pol. 4, 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωσί-δικος, sich der Gerechtigkeit übergebend, dem Rechte sich unterwerfend, im Ggstz der Selbsthülfe, Her. 6, 42, wo der Ggstz μὴ ἀλλήλους φέρειν καὶ ἄγειν; Pol. 4, 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισόδικος — μισόδικος, ον (Α) αυτός που αποστρέφεται και αποφεύγει τις δίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δικος (< δίκη), πρβλ. δωσί δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
δωσίδικος — και δοσίδικος, η, ο (Α δωσίδικος) νεοελλ. αυτός που υπάγεται στη δικαιοσύνη, ο υπόλογος αρχ. αυτός που καταφεύγει στη δικαιοσύνη και αποφεύγει την αυτοδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δωσι < μελλ. δώσω τού δίδωμι + δικος < δίκη] … Dictionary of Greek