δωρο-δέκτης

δωρο-δέκτης

δωρο-δέκτης, , der gern Geschenke nimmt, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πομποδέκτης — ο, Ν ο δέκτης τού πομπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπός + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δέκτης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοδέκτης — ου, ὁ, Μ αποδέκτης χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δέκτης] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”