- δωρηματικός
δωρηματικός, gern schenkend, Dion. Hal. 8, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωρηματικός, gern schenkend, Dion. Hal. 8, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δωρηματικός — δωρηματικός, ή, όν (Α) γενναιόδωρος … Dictionary of Greek
δωρηματικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρηματικαῖς — δωρηματικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρηματικοί — δωρηματικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρηματικούς — δωρηματικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρηματικῆς — δωρηματικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)