- μαχέομαι
μαχέομαι, = μάχομαι; μαχέοιτο, Il. 1, 272. 344; μαχεόμενος, Her. 7, 104. 225. 9, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχέομαι, = μάχομαι; μαχέοιτο, Il. 1, 272. 344; μαχεόμενος, Her. 7, 104. 225. 9, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχέομαι — μάχομαι fight fut ind mid 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) μάχομαι fight pres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) μαχάω wish to fight pres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) συμμαχέω to be an ally pres ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek