- μαχητός
μαχητός, zu bekämpfen, zu besiegen; von der Scylla, κακὸν – οὐδὲ μαχητόν, Od. 12, 119; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχητός, zu bekämpfen, zu besiegen; von der Scylla, κακὸν – οὐδὲ μαχητόν, Od. 12, 119; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαχητός — to be fought with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητός — ή, ό (Α μαχητός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί να πολεμήσει κάποιος («ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον, οὐδὲ μαχητόν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. εκείνος τον οποίο μπορεί να αμφισβητήσει κανείς («μαχητό τεκμήριο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μάχη τού μέλλ. τού μάχομαι,… … Dictionary of Greek
μαχητόν — μαχητός to be fought with masc acc sg μαχητός to be fought with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητά — μαχητά̱ , μαχητής fighter masc nom/voc/acc dual μαχητής fighter masc voc sg μαχητής fighter masc nom sg (epic) μαχητός to be fought with neut nom/voc/acc pl μαχητά̱ , μαχητός to be fought with fem nom/voc/acc dual μαχητά̱ , μαχητός to be fought… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμάχητος — ον, Α αυτός για τον οποίο γίνεται μεγάλη διαμάχη, περιμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαχητός (< μάχομαι), πρβλ. δυσ μάχητος] … Dictionary of Greek
μαχητῶν — μαχητής fighter masc gen pl μαχητός to be fought with fem gen pl μαχητός to be fought with masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάχητος — η, ο (Α ἀμάχητος, ον) νεοελλ. αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια) αρχ. 1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος 2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη 3. ο δίχως μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μαχητός < μά χομαι. ΠΑΡ. αμαχητί] … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
μαχηταῖς — μαχητής fighter masc dat pl μαχητός to be fought with fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχηταί — μαχητής fighter masc nom/voc pl μαχητός to be fought with fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχητοῦ — μαχητής fighter masc gen sg μαχητός to be fought with masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)