μαχαιρο-φόρος

μαχαιρο-φόρος

μαχαιρο-φόρος, Messer oder Säbel tragend; ἔϑνος, Aesch. Pers. 56; von den Aegyptiern, Her. 9, 32; Thuc. 2, 96. 7, 27 von Thraciern; Pol. 39, 1, 2 von Trabanten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλινθοφόρος — ον, Α 1. αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος... παρῆν», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθοφόρος τεχνίτης που κουβαλά πλίνθους 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πλινθοφόρος ονομασία νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + φόρος (< φέρω) …   Dictionary of Greek

  • ποτηριοφόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φέρει, που κρατά ένα ή περισσότερα ποτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήριον + φόρος (< φέρω), πρβλ. μαχαιρο φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”