δυή-παθος

δυή-παθος

δυή-παθος, dasselbe, H. h. Merc. 486, l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόπαθος — η, ο (Α κακόπαθος, ον) δυστυχής, άθλιος, ταλαίπωρος («κακόπαθος βίος», Διον. Αλ.) νεοελλ. κουρασμένος από δυστυχίες και στερήσεις αρχ. 1. (για έργο) αυτός που γίνεται με κόπο, επίμοχθος («κακόπαθος κατασκευή», Φίλ.) 2. (για πρόσ.) ανθεκτικός στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”