πωλητικός

πωλητικός

πωλητικός, den Verkauf betreffend, verkaufend, τινός, Plat. Soph. 224 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πωλητικός — ή, όν, Α [πωλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώληση 2. αυτός που προσφέρει κάτι για πώληση 3. φρ. «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» το επάγγελμα τού να πουλάει κανείς την αρετή. επίρρ... πωλητικῶς Α με πωλητικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • πωλητικόν — πωλητικός offering for sale masc acc sg πωλητικός offering for sale neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”