μαυλίς

μαυλίς

μαυλίς, ίδος, ἡ, 1) = μαυλία. – 2) das Messer, = μάχαιρα, κεφαλῆς ἀπὸ ϑυμὸν ἀράξαι μαυλίδι χαλκείῃ, Nic. Ther. 705; μαύλιες, Epigr. (XV, 25).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαῦλις — bawd fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαύλις — (I) μαῡλις, ιδος και ιος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μαστροπός, προαγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. μαῦλις (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. τής λυδικής *mav lis < *Mavś, όνομα λυδικής θεότητας …   Dictionary of Greek

  • μαῦλιν — μαῦλις bawd fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαύλιδι — μαῦλις bawd fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαυλία — μαυλία, ἡ (Α) η μαύλις (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύλις (ΙΙ) + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • μαυλίζω — και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [μαύλις (Ι)] εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη νεοελλ. 1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 2. προσελκύω θηράματα με μίμηση τής φωνής τους («σαν τα πουλιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”