- ναυηγία
ναυηγία u. ä., ion. = ναυαγός, ναυαγία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυηγία u. ä., ion. = ναυαγός, ναυαγία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυήγια — ναυάγιον piece of wreckage neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)