μαυλιστήριον

μαυλιστήριον

μαυλιστήριον, τό, = ματρυλλεῖον, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαυλιστήριον — μαυλιστήριον, τὸ (Α) 1. ο μισθός, η αμοιβή την οποία παίρνει ο προαγωγός 2. οίκος ανοχής, πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. γυμνασ τήριο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”