- δυνάμωσις
δυνάμωσις, ἡ, die Befestigung, Kräftigung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυνάμωσις, ἡ, die Befestigung, Kräftigung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυναμώσει — δυνάμωσις strengthening fem nom/voc/acc dual (attic epic) δυναμώσεϊ , δυνάμωσις strengthening fem dat sg (epic) δυνάμωσις strengthening fem dat sg (attic ionic) δυναμόω strengthen aor subj act 3rd sg (epic) δυναμόω strengthen fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμώση — δυνάμωσις strengthening fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμώσης — δυνάμωσις strengthening fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμωσιν — δυνάμωσις strengthening fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάμωση — η (AM δυνάμωσις) δυνάμωμα … Dictionary of Greek
δυναμώσῃ — δυναμώσηι , δυνάμωσις strengthening fem dat sg (epic) δυναμόω strengthen aor subj mid 2nd sg δυναμόω strengthen aor subj act 3rd sg δυναμόω strengthen fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)