- πωλο-τρόφος
πωλο-τρόφος, Fohlen, Pferde nährend, aufziehend; Θεσσαλία, Ep. ad. 420 (IX, 21); auch ἐλέφαντος, Ael. H. A. 16, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωλο-τρόφος, Fohlen, Pferde nährend, aufziehend; Θεσσαλία, Ep. ad. 420 (IX, 21); auch ἐλέφαντος, Ael. H. A. 16, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρποτροφώ — καρποτροφῶ, έω (Μ) τρέφω, θηλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + τροφώ (< τρόφος < τροφός < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφώ, πωλο τροφώ)] … Dictionary of Greek