- δυναμικός
δυναμικός, vermögend, wirksam, kräftig; Theophr.; Pol oft πρός τι, 22, 21, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυναμικός, vermögend, wirksam, kräftig; Theophr.; Pol oft πρός τι, 22, 21, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυναμικός — powerful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικός — ή, ό (AM δυναμικός, ή, όν) ισχυρός, δυνατός, ενεργητικός νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δύναμη ή την ενέργεια 2. αυτός που στηρίζεται στη χρήση δύναμης ή επιτυγχάνεται με τη χρήση δύναμης (υλικής) ή βίας («δυναμική λύση», «δυναμικοί … Dictionary of Greek
δυναμικός — ή, ό αυτός που έχει δύναμη, ενεργητικός, ισχυρός: Έχουμε δυναμικά στελέχη στην εταιρεία μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυναμικώτερον — δυναμικός powerful adverbial comp δυναμικός powerful masc acc comp sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικωτέρων — δυναμικός powerful fem gen comp pl δυναμικός powerful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικόν — δυναμικός powerful masc acc sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικώτατον — δυναμικός powerful masc acc superl sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικοί — δυναμικός powerful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικοῦ — δυναμικός powerful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικωτάτη — δυναμικός powerful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικωτάτην — δυναμικός powerful fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)