- ναυ-μαχία
ναυ-μαχία, ἡ, Schiffs-, Seeschlacht; Her. 7, 141. 8, 49; Thuc. 1, 32; Plat. Menex. 242 c u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυ-μαχία, ἡ, Schiffs-, Seeschlacht; Her. 7, 141. 8, 49; Thuc. 1, 32; Plat. Menex. 242 c u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηρομαχία — θηρομαχία, ἡ (Α) επιγρ. μάχη με θηρία, πάλη με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχία, ξιφο μαχία] … Dictionary of Greek
θυμομαχία — θυμομαχία, ἡ (Α) πεισματώδης μάχη, ορμητική μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μαχία (< μάχος, < μάχη), πρβλ. ναυ μαχία, οδο μαχία] … Dictionary of Greek
θυρεαμαχία — θυρεαμαχία, ἡ (Α) επιγρ. είδος αγωνίσματος, συμπλοκή, μάχη κατά την οποία γινόταν χρήση θυρεών, δηλ. ασπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός «ασπίδα» + μαχία (< μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ μαχία, τειχο μαχία] … Dictionary of Greek
καστρομαχία — καστρομαχία, ἡ (Μ) πόλεμος που διεξάγεται με πολιορκία οχυρωμένων θέσεων ή κάστρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρον + μαχία ( μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχία, ταυρο μαχία)] … Dictionary of Greek
οικομαχία — οἰκομαχία, ἡ (Α) οικογενειακή διαμάχη, φιλονικία μεταξύ τών ατόμων που ζουν στο ίδιο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο μαχία, ναυ μαχία] … Dictionary of Greek
κονταρομαχία — Είδος αγωνίσματος μεταξύ ευγενών και ιπποτών, που διεξαγόταν κυρίως στους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι αντίπαλοι αγωνίζονταν έφιπποι, οπλισμένοι με δόρατα δίχως σιδερένια αιχμή. Για να αναδειχθεί κάποιος νικητής έπρεπε να ρίξει τον αντίπαλό του από… … Dictionary of Greek
πατρομαχία — ἡ, Μ το να αντιμάχεται κανείς τους Πατέρες τής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχία] … Dictionary of Greek
πολεμομαχίαι — αἱ, Μ μάχες και πόλεμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχία] … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek