- ναυ-μαχικός
ναυ-μαχικός, ή, όν, die Seeschlacht betreffend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυ-μαχικός, ή, όν, die Seeschlacht betreffend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek