- βαυκάλημα
βαυκάλημα, τό, das Wiegenlied, Ep. Socr. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαυκάλημα, τό, das Wiegenlied, Ep. Socr. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαυκάλημα — το (AM βαυκάλημα) [βαυκαλώ] τραγούδι για να κοιμηθούν τα μωρά, νανούρισμα νεοελλ. 1. παραπλανητική, απατηλή υπόσχεση 2. αβάσιμη ελπίδα … Dictionary of Greek
βαυκαλήμασιν — βαυκάλημα lullaby neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)