- ναυ-κληρώσιμος
ναυ-κληρώσιμος, vermiethbar, besonders von dem Miethspächter, ναύκληρος, vermiethet, στέγαι, erkl. Hesych. πανδοκεῖα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυ-κληρώσιμος, vermiethbar, besonders von dem Miethspächter, ναύκληρος, vermiethet, στέγαι, erkl. Hesych. πανδοκεῖα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.