βαυκαλίζω

βαυκαλίζω

βαυκαλίζω, = βαυκαλάω, B. A. 85.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βαυκαλίζω — βαυκαλίζω, βαυκάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαυκαλίζω — (AM βαυκαλίζω) νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα νεοελλ. 1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις 2. ( ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ.… …   Dictionary of Greek

  • βαυκαλίζω — ισα 1. αποκοιμίζω μωρό. 2. καθησυχάζω κάποιον δίνοντάς του ψεύτικες υποσχέσεις: Μη με βαυκαλίζεις με υποσχέσεις που δεν κρατάς ποτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαυκαλιζόντων — βαυκαλίζω pres part act masc/neut gen pl βαυκαλίζω pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαυκαλίσαι — βαυκαλίζω aor inf act βαυκαλίσαῑ , βαυκαλίζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαυκαλώ — βαυκαλῶ ( άω) (Α) 1. βαυκαλίζω 2. κραυγάζω 3. φροντίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βαυκαλώ συνδέεται σημασιολογικά με το βαυβώ* και υποστηρίχτηκε ότι αρχικά ήταν σύνθετο (βαυ + κηλώ «μαγεύω, τέρπω, θέλγω»). Κατ άλλους όμως τα βαυκαλώ και βαυκαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • αβαυκάλιστος — η, ο [βαυκαλίζω] 1. αυτός που δεν αποκοιμήθηκε ή δεν μπορεί να αποκοιμηθεί με νανούρισμα, ο ανανούριστος 2. αυτός που δεν ξεγελάστηκε ή δεν μπορεί να ξεγελαστεί με απατηλές υποσχέσεις, αξεγέλαστος, απαραπλάνητος …   Dictionary of Greek

  • επικοιμίζω — ἐπικοιμίζω (Α) [κοιμίζω] 1. βαυκαλίζω, νανουρίζω 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω …   Dictionary of Greek

  • καταβαυκαλίζω — (Α καταβαυκαλίζω και καταβαυκαλῶ, άω) 1. νανουρίζω, αποκοιμίζω κάποιον με τραγούδι ή με ήχο μουσικού οργάνου νεοελλ. μτφ. εξαπατώ κάποιον με δολερά μέσα, τόν αποκοιμίζω αρχ. καταπίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαυκαλίζω «νανουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • λικνίζω — (Α λικνίζω) [λίκνον] νεοελλ. 1. κινώ παλινδρομικά την κούνια για να κοιμίσω το μωρό μέσα σ αυτήν 2. (γενικά) κινώ κάτι παλινδρομικά σαν κούνια 3. καθησυχάζω, βαυκαλίζω, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλές ελπίδες αρχ. λικμίζω, λιχνίζω …   Dictionary of Greek

  • νανουρίζω — και ναναρίζω 1. αποκοιμίζω μωρό τραγουδώντας του νανούρισμα, βαυκαλίζω 2. παράγω ήχο βαυκαλιστικό, μονότονο, αποκοιμιστικό («το κύμα... νανουρίζει την απραξία της», Παπαντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναναρίζω, με ανομοιωτική τροπή τού α σε ου ), πιθ. κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”