μεγακρατής — μεγακρατής, ές (Μ) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κρατής (< κράτος), πρβλ. ισο κρατής, ναυ κρατής] … Dictionary of Greek
φρενοκρατής — ές, Α (ιδίως για τον έρωτα) αυτός που κυριαρχεί στην σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κρατής (< κράτος), πρβλ. ναυ κρατής, πολυ κρατής] … Dictionary of Greek
περσοκράτης — ὁ, Μ κυβερνήτης τής Περσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + κράτης (< κρατῶ), πρβλ. ναυ κράτης] … Dictionary of Greek
ψυχοκρατής — ές, ΜΑ αυτός που συγκρατεί ή διατηρεί την ψυχή, τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κρατής (< κρατῶ), πρβλ. ναυ κρατής] … Dictionary of Greek
ιπποκρατώ — ἱπποκρατῶ, έω (Α) υπερισχύω, είμαι υπέρτερος κατά το ιππικό, νικώ σε ιππομαχία 2. παθ. ἱπποκρατοῡμαι, έομαι α) είμαι υποδεέστερος κατά το ιππικό β) είμαι υπό την εξουσία ιππικής δύναμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρατῶ (< κράτης < κράτος),… … Dictionary of Greek
κοσμοκρατώ — κοσμοκρατῶ και κοσμοκρατορῶ, έω (Μ) εξουσιάζω τον κόσμο, είμαι κοσμοκράτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κρατῶ (< κρατής < κράτος), πρβλ. θαλασσο κρατώ, ναυ κρατώ. Ο τ. κοσμοκρατορῶ < κοσμοκράτωρ] … Dictionary of Greek