ναυ-κράτης

ναυ-κράτης

ναυ-κράτης, ες, zu Schiffe die Oberhand habend, mit den Schiffen gewaltig, herrschend, ναυκράτεες ϑαλάσσης, Her. 5, 36. – Auch ein Fisch, der sonst ἐχενηΐς heißt, wurde so genannt, ein Schiff festhaltend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγακρατής — μεγακρατής, ές (Μ) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κρατής (< κράτος), πρβλ. ισο κρατής, ναυ κρατής] …   Dictionary of Greek

  • φρενοκρατής — ές, Α (ιδίως για τον έρωτα) αυτός που κυριαρχεί στην σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κρατής (< κράτος), πρβλ. ναυ κρατής, πολυ κρατής] …   Dictionary of Greek

  • περσοκράτης — ὁ, Μ κυβερνήτης τής Περσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + κράτης (< κρατῶ), πρβλ. ναυ κράτης] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοκρατής — ές, ΜΑ αυτός που συγκρατεί ή διατηρεί την ψυχή, τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κρατής (< κρατῶ), πρβλ. ναυ κρατής] …   Dictionary of Greek

  • ιπποκρατώ — ἱπποκρατῶ, έω (Α) υπερισχύω, είμαι υπέρτερος κατά το ιππικό, νικώ σε ιππομαχία 2. παθ. ἱπποκρατοῡμαι, έομαι α) είμαι υποδεέστερος κατά το ιππικό β) είμαι υπό την εξουσία ιππικής δύναμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρατῶ (< κράτης < κράτος),… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοκρατώ — κοσμοκρατῶ και κοσμοκρατορῶ, έω (Μ) εξουσιάζω τον κόσμο, είμαι κοσμοκράτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κρατῶ (< κρατής < κράτος), πρβλ. θαλασσο κρατώ, ναυ κρατώ. Ο τ. κοσμοκρατορῶ < κοσμοκράτωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”