- δυωδέκατος
δυωδέκατος, s. δωδέκατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυωδέκατος, s. δωδέκατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυωδέκατος — δυωδέκατος, ον (Α) δωδέκατος … Dictionary of Greek
δυωδέκατος — δωδέκατος twelfth masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)