- ναυ-φθόρος
ναυ-φθόρος, Schiffe verderbend? – Aber ναύφϑορος ist = schiffbrüchig, στολή, Eur. Hel. 1398. 1555.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυ-φθόρος, Schiffe verderbend? – Aber ναύφϑορος ist = schiffbrüchig, στολή, Eur. Hel. 1398. 1555.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετοιμόφθορος — ἑτοιμόφθορος, ον (Α) (με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, που φθείρεται εύκολα («ὁ στάχυς ὁ ἑτοιμόφθορος», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φθορος (< φθείρω), πρβλ. ναύ φθορος «ναυαγός»] … Dictionary of Greek