ναυτίλος

ναυτίλος

ναυτίλος, ὁ, = ναύτης, 1) Schiffer, Seefahrer; Aesch. Prom. 466 Ag. 617 u. öfter; Soph. Tr. 534; Her. 2, 43; auch adj., ναυτίλῳ πλάτῃ, Soph. Phil. 220; oft bei Eur. – 2) eine Polypenart, nautilus; Arist. H. A. 4, 1; Ath. VII, 318.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ναυτίλος — seaman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλος — ο είδος οστρακόδερμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυτίλε — ναυτίλος seaman masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλοι — ναυτίλος seaman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλοις — ναυτίλος seaman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλοισι — ναυτίλος seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλοισιν — ναυτίλος seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλον — ναυτίλος seaman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλου — ναυτίλος seaman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίλους — ναυτίλος seaman masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”