- ναυσί-στονος
ναυσί-στονος, ὕβρις, die jammervolle Schmach der Schiffe, Pind. P. 1, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσί-στονος, ὕβρις, die jammervolle Schmach der Schiffe, Pind. P. 1, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυσίστονος — ναυσίστονος, ον (Α) φρ. «ναυσίστονος ὕβρις» αξιοθρήνητη απώλεια πλοίων, στεναγμοί και γόοι που ακούγονται από πλοία εξαιτίας ήττας σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + στόνος (< στένω «στενάζω»), πρβλ. αλί στονος βαρύ … Dictionary of Greek