πωγωνιάτης

πωγωνιάτης

πωγωνιάτης, , ion. πωγωνιήτης, bärtig, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πωγωνιάτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωγωνιάτης — ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που έχει γένια, γενειοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. ιάτης (πρβλ. λειμων ιάτης)] …   Dictionary of Greek

  • Ιωαννίνων, νομός — Νομός (4.990 τ. χλμ., 170.239 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου. Στα Β συνορεύει με την Αλβανία, στα Α με τους νομούς Καστοριάς, Γρεβενών και Τρικάλων, στα Ν με τους νομούς Άρτης και Πρεβέζης και στα Δ με τον νομό Θεσπρωτίας. Ο ν.Ι. έχει πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”