- πωρ-όμφαλον
πωρ-όμφαλον, τό, Nabelverhärtung, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πωρ-όμφαλον, τό, Nabelverhärtung, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρκόμφαλο — το / σαρκόμφαλον, ΝΑ όγκος που αναπτύσσεται στον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ὀμφαλός (πρβλ. πωρ όμφαλον)] … Dictionary of Greek