πωρός

πωρός

πωρός, blind, übh. elend, unglücklich, Gramm. Vgl. πηρός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πωρός — miserable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῶρος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶρος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… …   Dictionary of Greek

  • πωρός — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… …   Dictionary of Greek

  • Πῶρε — Πῶρος stone masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶρε — πῶρος stone masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῶροι — Πῶρος stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶροι — πῶρος stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῶρον — Πῶρος stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῶρον — πῶρος stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”