- πυῤῥάκων
πυῤῥάκων, = Vorigem, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυῤῥάκων, = Vorigem, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρράκων — Α (κατά το λεξ. Σούδα) ο πυρράκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρράκης + επίθημα ων (πρβλ. δρόμ ων)] … Dictionary of Greek
πυρράκης — ὁ, ΜΑ 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρράκης, ξανθὸς καὶ πυρράκων ὁμοίως» 2. κοκκινωπός, ροδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + επίθημα άκης (πρβλ. μανδ άκης)] … Dictionary of Greek