- πυῤῥο-γένειος
πυῤῥο-γένειος, mit röthlichem Barte, Diosc. 29. (VII, 707).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυῤῥο-γένειος, mit röthlichem Barte, Diosc. 29. (VII, 707).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλογένειος — κοιλογένειος, ον (Α) πάπ. αυτός που έχει κοίλωμα, λακάκι στο γύρω από το γένι μέρος, στο πηγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο γένειος, πυρρο γένειος] … Dictionary of Greek