- δυς-κηδής
δυς-κηδής, ές, sorgenschwer, νύξ Od. 5, 466; ἅπαξ εἰρημέν.; vgl. ἀκηδής, λαϑικηδής, πολυκηδής, προςκηδής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυς-κηδής, ές, sorgenschwer, νύξ Od. 5, 466; ἅπαξ εἰρημέν.; vgl. ἀκηδής, λαϑικηδής, πολυκηδής, προςκηδής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.