- δυς-καρτέρητος
δυς-καρτέρητος, schwer auszuhalten, ψῠχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυς-καρτέρητος, schwer auszuhalten, ψῠχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.